ἁμέτερος

ἁμέτερος
ᾱμέτερος pl. pro sing. =
1

ἐμός. τὰ μὲν ἁμετέρα γλῶσσα ποιμαίνειν ἐθέλει O. 11.8

ἁμετέρας ἀπὸ γλώσσας P. 3.2

ὕμνοι ἁμέτεροι P. 3.65

ἁμετέρων ἀρχεδικᾶν τοκέωνP. 4.110ἁμετέρων τοκέωνP. 4.150

ὦ πότνια Μοῖσα, μᾶτερ ἁμετέρα N. 3.1

]ς ἁμετέρας ἄπ[ο fr. 59. 8.

Lexicon to Pindar. . 2010.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ἁμέτερος — ἁ̱μέτερος , ἡμέτερος our masc nom sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ημέτερος — έρα, ο (AM ἡμέτερος, έρα, ον, Α δωρ. τ. άμέτερος, έρα, ον, αιολ. τ. άμμέτερος, έρα, ον) (κτητ. αντων.) 1. αυτός που ανήκει σε μάς, αυτός που προέρχεται από μάς, ο δικός μας («ἡμετέρω ἐνὶ οἴκῳ», Ομ. Ιλ.) 2. (και για έναν κτήτορα αντί τού ενός) ο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”