- ἁμέτερος
- ᾱμέτερος pl. pro sing. =1
ἐμός. τὰ μὲν ἁμετέρα γλῶσσα ποιμαίνειν ἐθέλει O. 11.8
ἁμετέρας ἀπὸ γλώσσας P. 3.2
ὕμνοι ἁμέτεροι P. 3.65
“ἁμετέρων ἀρχεδικᾶν τοκέων” P. 4.110 “ἁμετέρων τοκέων” P. 4.150ὦ πότνια Μοῖσα, μᾶτερ ἁμετέρα N. 3.1
]ς ἁμετέρας ἄπ[ο fr. 59. 8.
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.